ἀπόμαλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόμαλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόμαλλο τό, Ἤπ. Κρήτ. (Σφάκ.) Νάξ. κ.ἀ. ἀπόμαλλου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀπουμά’ Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. μαλλί.

Σημασιολογία

1) Τὰ ἐκ τῆς ξάνσεως τῶν μαλλίων ὑπολειπόμενα μικρὰ καὶ σχεδὸν ἄχρηστα μαλλία Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Νάξ. κ.ἀ. Συνών. ἀποκροκύδα, ἀποκρόκυδο, ἀπολαναρίδα, ἀπολαναρίδι, ἀπολανάρισμα, ἀπομαλλίδι, ἀπομεινάρι (ἰδ. λ. ἀπομεινάρις Β 3 α), ἀποχτενίδι. 2) Πληθ., τὰ ἀποπίπτοντα κατὰ τὸ κούρευμα τοῦ ποιμνίου μαλλία Κρήτ. (Σφακ.): Ἐπῆγα κ᾿ ἐμάζωξα κἀbόσα ἀπόμαλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/