ἀπομαντζιρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαντζιρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαντζιρώνω Πόντ. (Οἰν.).
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *μαντζιρώνω.
Σημασιολογία
Ἀπομαντζιρίζω 2, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA