ἀπομαραζώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομαραζώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομαραζώνομαι ἀμάρτ. ἀπομαραζοῦμαι Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαραζώνομαι͵ δι᾿ ὃ ἰδ. μαραζώνω.
Σημασιολογία
Ἀποβάλλω τὴν νόσον, θεραπεύομαι ἀπὸ τὸν μαρασμόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA