ἀπομασουρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομασουρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομασουρίζω πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μασουρίζω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὸ μασούρισμα, τὸ ἀναπήνισμα τοῦ νήματος εἰς τὰ καλάμια πρὸς ὕφανσιν: Τώρα ποῦ θ᾿ ἀπομασουρίσω, θά ’ρθω Νὰξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA