ἀπομαυρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομαυρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομαυρίζω πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπουμαυρίζου Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀπομαυρίτζω Κάρπ. ᾿πομαυρίζω Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μαυρίζω.

Σημασιολογία

1) Καθιστῶ τι ἐντελῶς μέλαν πολλαχ.: Ὁ ἥλιˬος σ᾽ ἀπομαύρισε. Καὶ ἀμετβ. γίνομαι ἐντελῶς μέλας πολλαχ.: Ἤσουν μαῦρος καὶ τώρα ἀπομαύρισες πολλαχ. || ᾌσμ. Δίδουν τῆς καλαμεˬᾶς φωτιˬὰ κιˬ ἀπομαυρίτζ’ ὁ κάμπος Κάρπ. ’Πόμεινεν τὸ κορμάκιν μου σὰν καλαμεˬὰ ’ς τὸν κάμπο, ὅπου θερίζουν τὸν καρπὸ κ᾿ ἡ καλαμεˬὰ ᾿πομένει͵ ὕστερα δίν-νουν της φωτιˬὰ καὶ ᾽πομαυρίζει ὁ κάμπος Ρόδ. Θωρεῖς, μάννα μ’, αὐτὸν τὸν νεˬὸ τὸν ἀπομαυρισμένο; μηὲ τοῦ ἥλιˬου μαύρισμα μηὲ τ’ ἀγέρα κάμα, μόνο μιˬὰ λυερὴ ᾿γαπᾷ καὶ κείνη ᾿ὲν τὸν θέλει Τῆλ. 2) Ἀποβάλλω τὴν λευκότητά μου, γίνομαι μελανός, κηλιδοῦμαι Κύπρ. κ.ἀ.: Τὰ ἄσπρα ροῦχα ᾿πομαυρίζουσιν εὔκολα. ’Πομαυρισμένον ὑαλίν. Τὸ σ᾿τάριν ἕν᾽ ’πομαυρισμένον. β) Γίνομαι πελιδνός, ὕφαιμος ὑπ’ ὀργῆς, νόσου κττ. Λέσβ. Συνών. μελανιˬάζω. 3) Ἀποβάλλω τὴν μελανίαν, τὴν κηλῖδα, τὸν ρύπον μεταβ. καὶ ἀμετβ. Πόντ (Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/