ἀπόμαχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόμαχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπόμαχος ὁ, λόγ. κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπόμαχος.
Σημασιολογία
1) Ὁ καταστὰς ἀνίκανος διὰ τὴν στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν ἀξιωματικὸς ἢ ὁπλίτης μόνιμος ἀποστρατευόμενος ἰδίᾳ διὰ γῆρας. 2) Ὁ διὰ γῆρας ἢ ἄλλην αἰτίαν ἀνίκανος καταστὰς εἰς τὸ ἔργον του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA