ἀπομεθῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομεθῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομεθῶ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπομεθύζω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μεθῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀποβάλλω τὴν μέθην Κύπρ. Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ὁ μεθυσμένος ἐπομέθυσεν Κύπρ. Μεθᾷ κιˬ ἀπομεθᾷ Χαλδ. Μεθυσμένος ἔτουνε, χάρ’ ἐπεμέθυσε (χάρ᾿=λοιπὸν) Ὄφ. || ᾎσμ. Μὴ κλαίτ’ τον π᾿ ἐμέθυσεν, ἀπομεθεῖ καὶ σ᾿κοῦται κλαψῆτε τον π’ ἐγέρασεν κιˬ ἄλλο φτερὰ ’κὶ φέρει Τραπ. Συνών. ξεμεθῶ. 2) Μεθύοκω τινὰ ἐντελῶς ΓΨυχάρ. Ὄνειρ. Γιαννίρ. 438: Τοῦ χάριζε τὴν ὕπαρξί της ὁλοένα καὶ τὸν ἀπομεθοῦσε τὸ χάρισμά της. β) Ἀμτβ. μεθύσκομαι ἐντελῶς πολλαχ.: Μὲ τὸ πρῶτο ποτήρι μεθᾷ, μὲ τὸ δεύτερο ἀπομεθᾷ. Ἀπομέθυσε πεˬὰ καὶ δὲ στέκει ’ς τὰ πόδιˬα του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA