ἀπομεινάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομεινάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομεινάδι τό, ἀπομονάδι Σκῦρ. ἀπουμουνάδ' Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) ἀπομ᾽νάδ᾽ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) ἀπομεινάδι Ἤπ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεσσ.) κ. ἀ. ᾽πομεινάδι Α.Ρουμελ. (Καρ.) Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀπέμεινα ἀορ. τοῦ ρ. ἀπομένω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ - άδι. Ὁ ἀρχικὸς τύπ. ἀπομονάδι, ὃς καὶ ἐν Πεντατεύχ. (ἔκδ. Hesseling) 421 ἐκ τοῦ ἐνεστ. ἀπομένω.
Σημασιολογία
Ἐκ τοῦ ἀπέμεινα ἀορ. τοῦ ρ. ἀπομένω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ - άδι. Ὁ ἀρχικὸς τύπ. ἀπομονάδι, ὃς καὶ ἐν Πεντατεύχ. (ἔκδ. Hesseling) 421 ἐκ τοῦ ἐνεστ. ἀπομένω. 1) Πᾶν ὅ,τι ὑπολείπεται μετὰ προηγουμένην ἀνάλωσιν ἣ ἐπιλογὴν, ὑπόλοιπον Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κεφαλλ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τί θὰ φάου ’γὼ τώρα; τὰ ᾿πομεινάδιˬα σας; Κονίστρ. Ἔπηρες τὰ καλὰ τσαὶ μένα μ᾿ ἄφητσες τὰ ᾿πομεινάδιˬα αὐτόθ. Συνών. ἀπολειφάδι 2, ἀπομεινάρι (ἰδ. ἀπομεινάρις Β3γ), ἀπομείνεσμα. β) Ἐπὶ τῶν ὀπωρῶν καὶ ἄλλων καρπῶν, ὅ,τι ὑπολείπεται μετὰ τὴν συγκομιδὴν Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.): Τώρα πήραμι τ᾽ ἀπουμουνάδ’ ἀπ’ τοῦ καλαμπόκ’ Αἰτωλ. Τρυγᾶμι τ᾽ ἀπουμουνάδ’ ἀπ᾿ τὰ σταφύλια αὐτόθ. Κἄνα ἀπουμουνάδ’ ἂν βρῇς τώρ᾿ ἀπάν’ τ᾿ν κουρουμπλεˬὰ αὐτόθ. Ἔμασι τ᾽ ἀπουμουνάδιˬα (οἱωνδήποτε καρπῶν) Ζαγόρ. γ) Ὑποοτάθμη Α.Ρουμελ. (Καρ.) 2) Τὸ τελευταῖον γεννώμενον τέκνον Πελοπν. (Μεσσ.) : Σύ ᾽σαι τ᾿ ἀπομεινάδι τοῦ γέρω - Πέτρου; Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι. 3) Ἐπὶ τοῦ ποιμνίου, τὸ μένον ὀπίσω βόσκημα, τὸ ὑπολειπόμενον κατὰ τὴν πορείαν Σκῦρ. Συνών. ἀπομεινάρι (ἰδ. ἀπομεινάρις Β4).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA