ἀπομεινάρικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομεινάρικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπομεινάρικος ἐπίθ. ἀπομονάρικος Θήρ. Κρήτ. ἀπομεινάρικος Κρήτ. ἀπομενάρικος Κρήτ. (Χαν.) ’πομεινάρικος Κρήτ. κ. ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπομεινάρις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

Ὁ ὑπολειπόμενος, ὁ ὑπολειφθεὶς μετ᾿ ἐπιλογήν, ἀνάλωσιν κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀπομονάρικος καπνὸς Κρήτ. Ἀπομονάρικη φάβα αὐτόθ. Εἶναι κἀbόσα κουκκιˬὰ ἀπουστανοψαργὰς ἀπομονάρικα καὶ δὰ τὰ γιˬαχνίσωμε ἀπόψε (ἀπουστανοψαργὰς=ἀπὸ χθὲς τὸ βράδυ) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/