ἀπομεινάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομεινάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπομεινάρις ἐπίθ. ἀπομονάρις Κρήτ. ἀπομεινάρις Θήρ. Κρήτ. (Βάμ. Σητ κ.ἀ.) ἀπομενάρις Κρήτ. (Χαν.) ἀπολειμάρις Δ.Κρήτ. ἀπομεινάρι τό, κοιν. ἀπομεινάρ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀπουμ’νάρ’ βὀρ. ἰδιώμ. ᾽πομεινάρι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ρόδ. Σύμ. ἀπολειμάρι Κρήτ. (Μεραμβ.) ἀπομενάρι Ἤπ. ἀπομενάρ’ Πόντ. (Τραπ.) ἀπομονάρι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀπόμεινα ἀορ. τοῦ ρ. ἀπομένω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρις. Ὁ τύπ. ἀπολειμάρις ἐκ τοῦ *ἀπονειμάρις<ἀπομεινάρις κατ᾽ ἀνομ. καθὰ ἀλαμένω-ἀναμένω.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ὑπολειπόμενος, ὁ ἄλλος, μόνος ἄνευ ἄλλου Θήρ. Κρήτ. (Βάμ. Σητ. κ.ἀ.): Ὅdεν ἐξημέρωνε ἦσαν ὅλοι φευγᾶτοι καὶ δὲν ἤμαστε μόνο ’μεῖς ἀπομεινάροι (μόνο ’μεῖς = παρὰ μόνον ἡμεῖς) Σητ. Ἀπομοναρὰ ἐπόμεινα, γιατὶ δὲν ἐοbόρουνα νὰ πορπατῶ ἐκε͜ιὰ ποῦ πηˬαίνανε αὐτόθ. || ᾎσμ. Πεισματικὸ τσῆ γειτονιˬᾶς καὶ τῶν ἀπομεινάρω Βάμ. 2) Ὁ ἀπομένων, ὁ ὑπολειπόμενος, ἐπὶ ἀνθρώπου ἐν άντιθέσει πρὸς τοὺς ὰποθανόντας Κρήτ.: Φρ. Διˬάλε τσ᾿ ἀπομονάρους σου ἢ τσ᾿ ἀπομεινάρους σου ἢ τσ᾿ ἀπολειμάρους σου! (ὁ διάβολος νὰ πάρῃ τοὺς μήπω ἀποθανόντας, τοὺς ὑπολειφθέντας. Ἀρά). Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Τὸ ὑπολειπόμενον (ἡ χρῆσις ὡς καὶ ἐν τῇ σημ. Α 2) Κρήτ. (Μεραμβ.): Φρ. Διˬάλε τ’ ἀπομεινάρι σου ἢ τ᾿ ἀπολειμάρι σου! 2) Ὁ μετὰ τὸ κλάδευμα ἀπομένων κλάδος ἢ κορμὸς τοῦ φυτοῦ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) : ᾎσμ. Κιˬ ἂν σοῦ πῆρα ’γιˬὼ κλωνάρι, | ξεραθ-θῇ τ᾿ ἀπομονάρι 3) Συνήθως πληθ. α) Τὰ ἐκ τῆς ξάνσεως τῶν μαλλίων ὑπολειπόμενα μικρὰ καὶ σχεδὸν ἄχρηστα μαλλία Ἤπ. Συνών. ἀπόμαλλο 1. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. Παιδιόφρ. στ. 509 (ἔκδ. GWagner σ. 158) «τὰ ἄλλα πάντα τὰ χοντρά, τὰ ἀπομειναρέα, | κάμνουν βαρέα στρώματα καὶ παραπιλωμένα». β) Οἱ ὑπολειπόμενοι ἐπὶ τοῦ φυτοῦ καρποὶ μετὰ τὴν συγκομιδὴν Κάρπ. (Ἔλυμπ.) γ) Πληθ., τὰ μετὰ ἀνάλωσιν ἢ διαλογὴν ὑπολείμματα ὡς κακὰ ἢ εὐτελῆ, ἰδίᾳ ἐπὶ ἐδεσμάτων κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἔφαγαν καὶ τοῦ ἄφησαν νὰ φάγῃ ἐκεῖνος τ᾿ ἀπομεινάριˬα. Τὸ δουλικὸ τρώει τ᾿ ἀπομεινάριˬα τῆς κυρᾶς. Διˬάλεξαν τὰ καλὰ μῆλα κ᾿ ἔφαγαν, ἔφαγα κ’ ἐγὼ τ’ ἀπομεινάριˬα κοιν. || ᾎσμ. Τ᾽ ἄλλα τ᾽ ἀπομενάριˬα ἔφαγ’ ἀπάν’ ᾽ς σὸ βράδον Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποδιˬαλέγι, ἀπολειφάδι 2. δ) Τὰ μετὰ φθοράν, καταστροφὴν κττ. ὑπολειπόμενα κυριολ. καὶ μεταφ. ΔΣολωμ. 17 ΚΠαλαμ. Παράκαιρ. 121: Ποιήμ. Καὶ πεσμένα εἰς τὰ χορτάριˬα | ἀπεθαίνανε παντοῦ τὰ θλιμμένα ἀπομεινάριˬα | τῆς φυγῆς καὶ τοῦ χαμοῦ ΔΣολωμ. ἕνθ’ ἀν. Ἀπάνου ἀπ᾿ τὰ συντρίμματα | κιˬ ἀπὸ τ’ ἀπομεινάριˬα τοῦ ὀνείρου τὰ φεγγάριˬα | σὰν πάντα λαμπερὰ ΚΠαλαμ. ἕνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἔρωφίλ. Πρόλ. στ. 105 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κ’ ἕνα στρατιώτῃ άκομή, μόνος κι αὐτὸς κλωνάρι | ξερριζωμένου βασιλιοῦ στὸν κόσμο ἀπομονάρι». 4) Τὸ ὑπολειπόμενον, τὸ καθυστεροῦν κατὰ τὴν πορείαν τοῦ ποιμνίου ζῷον Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Συνών. ἀπομεινάδι 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA