ἀπομελετῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομελετῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομελετῶ Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σάντ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μελετῶ.
Σημασιολογία
1) Παραιτοῦμαι τοῦ σκοποῦ μου, μετανοῶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ.) 2) Παύω νὰ μεριμνῶ διά τι, ἡσυχάζω Πόντ. (Ἴμερ.): Στεῖλο με γράμμα ἄς ἀπομελετῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA