ἀπομεσημεριˬάτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομεσημεριˬάτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπομεσημεριˬάτικος ἐπίθ. ἐνιαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπομεσήμερο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬάτικος.
Σημασιολογία
Ὁ μετὰ τὰς μεσημβρινὰς ὥρας λαμβάνων ὑπόστασιν, μεταμεσημβρινός: ᾿Απομεσημεριάτικος ὕπνος ἐνιαχ. Ἔβλεπε τὴ στερνὴ ἀπομεσημεριˬάτικη ἀχτῖδα ποῦ ἔπαιζε ἀκόμη μέσα ’ς τὴν κάμαρα ΙΔραγούμ. Μαρτ. αἷμ.2 σ. 56. ’Σ τὸν ἀπομεσημεριˬάτικο οὐρανὸ ἀργοκυλοῦσαν... τὰ σύννεφα τοῦ Μάι ΚΧατζόπ. Πύργ. ᾿Ακροπότ. 3. Συνών. ἀπογεματιˬανὸς 3. Συνών. ἀπογεματιˬανὸς 1, ἀπογεματινὸς Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA