ἀπομεσοφόρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομεσοφόρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομεσοφόρι τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπομέσα καὶ τοῦ ρ. φορῶ.
Σημασιολογία
Γυναικεῖον ἔνδυμα φορούμενον πρὸς τὴν σάρκα παράλληλον πρὸς τὸ ἀπομεσόκαλτσα, ὃ ἱδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA