ἀπόμικρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόμικρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόμικρος ἐπίθ. Ἄνδρ. Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ.) Πάρ. Σέριφ. Σῦρ. ᾽πόμικρος Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. μικρός.
Σημασιολογία
Ὁ κἄπως μικρὸς τὴν ἡλικίαν, τὸ ἀνάστημα, τὸν χῶρον κττ.: Ἔχει κάμαρες ἀπόμικρες Ἄνδρ. Ἅμα εἶναι ἀπόμικρα μαθαίνου τὸ gόπο (ἀπόμικρα ἐνν. τὰ κτήνη) Σῦρ. Ἔν’ σὰν ᾿πόμικρον γαδούριν Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Γ 392 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «παραθυράκ’ ἀπόμικρο μὲ σίδερα φραμένο». Συνών. μικρούτσικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA