ἀπομίσσεμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομίσσεμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομίσσεμα τό, Κρήτ. ᾽πομίσ-σεμα Κύπρ. (Γερμασ.) Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπομισσεύω. Ἡ λ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ.
Σημασιολογία
1) ᾽Αναχώρησις πρὸς μετάβασιν εἰς μακρινὸν τόπον Κρήτ. Τῆλ.: ᾌσμ. ’Εδὰ ’ς τ' ἀπομισσέματα, ’ς τὰ ξεχωρίσματά μας, εἶdα δὰ ποῦμ’ ὁ γεῖς τ’ ἀλλοῦ νὰ στέκετ’ ἡ φιλιˬά μας; Κρήτ. Ἦρτεν ἡ ὥρα τοῦ φευγιˬοῦ καὶ τοῦ ᾽πομισσεμάτου, τρέχουν τὰ μάτιˬα μου νερὸ ᾿ς τὴν ὥρα τοῦ θανάτου (μοιρολ.) Τῆλ. Συνών. ἀπομισσεμός 1. 2) Πληθ., οἱ ἐπὶ τῇ ἀναχωρήσει ἀποχαιρετιστήριοι λόγοι Κρήτ. Κύπρ. (Γερμασ.): ᾎσμ. Κιˬ ἀπόκει͜ας ἐσηκώθηκε καὶ πάει ᾽ς τὰ παιδιˬά του νὰ παραgείλῃ καὶ νὰ πῇ τ’ ἀπομισσέματά του Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA