ἀπομισσεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομισσεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομισσεύω ΓΨυχάρ. Ἁγνὴ 2 σ. 161 ἀπομισσεύγω Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μισσεύω.
Σημασιολογία
᾽Απέρχομαι, ἀναχωρῶ: Ἅμα θ’ ἀπομισσέψουνε οἱ ξένοι, θὰ ξεστολιστῶ. ’Επομισσέψανε, μόνο ἔbα bλεˬὸ ’ς τὸ σπίτι Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) Ποτὲς μουσική... δὲν ἀντήχησε ᾿ς τὰ σωθικά του καθὼς τώρᾳ ὁ ἀλάλητος ὕμνος... πρὸς τὴν... ἀπομισσεμένη γιˬὰ τοὺς αἰῶνες ΓΨυχάρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA