ἀπομοναχιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομοναχιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομοναχιˬάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μοναχιˬάζω.
Σημασιολογία
Κατορθώνω νὰ ἀπομονώσω, νὰ ἀπομακρύνω τινὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε νὰ τὸν συναντήσω μόνον: Τὴν ἀπομονάχιˬασε καὶ τὴν ξελόγιˬασε Μάν. Ἔννο͜ια σου, τὸν ἀπομοναχιˬάζω ἐγὼ καὶ τοῦ δείχνω ποῖος εἶμαι αὐτόθ. Μπόρεσε νὰ τὴν ἀπομοναχιˬάσῃ ’ς τὸ κατώγει κάτω καὶ νὰ τῆς πῇ τὴν ἀγάπη του Σαρεκκλ. Μετοχ. ἀπομοναχιˬασμένος = ὁ διάγων μονήρη βίον Πελοπν. (Μάν.) Εἶναι ἀπομοναχιˬασμένος ’ς τὸ κτῆμα του. Συνών. ξεμοναχιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA