ἀπομουσκεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομουσκεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπομουσκεύω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μουσκεύω.

Σημασιολογία

Μουσκεύω ἐντελῶς, καθίσταμαι διάβροχος: Ἔτρεξες πολὺ κ᾿ ἐπομούσκεψες (δηλ. ἐκ τοῦ ἱδρῶτος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/