ἀπομούσουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομούσουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπομούσουρο τό, ἀμάρτ. ᾿πομούσ-σουρο Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ.

Σημασιολογία

1) Ἡ διὰ μορφασμῶν τοῦ προσώπου ἐκδηλουμένη δυσχέρεια ἢ ἀποδοκιμασία, μορφασμός: Κάμνει του τὸ ᾿πομούσ-σουρόν του πῶς ᾿ὲν τοῦ ἐτέρασεν. ’Èν πάω ἔσ-σω τους νὰ θωρῶ τἀ ’πομούσ-σουρα τοῦ κόσμου. 2) Πληθ., σπερμολογίαι, παρατηρήσεις εἰς τὸν ἀλλότριον βίον: ᾽Εγιˬώνι ᾿πομούσ-σουρα τοῦ κόσμου - τῆς γειτονιˬᾶς ᾽ὲν ἀκούω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/