ἀπομουχλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομουχλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομουχλώνω Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μουχλώνω.
Σημασιολογία
Ἀπροσ. σχηματίζεται ὁμίχλη: Ταχυτέρου ’τονε μιˬὰ ᾽υχεˬὰ μουχλωμένα, μὰ τώρᾳ βράδ’ ἐπομούχλωσε gιˬόλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA