ἀπομπορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομπορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπομπορῶ Μποὲμ ’Αγριολούλ. 9
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. μπορῶ.
Σημασιολογία
᾿Ημπορῶ, δύναμαι: Εἶχε γυρίσει μεθυσμένος... ἀπό ᾽να πανηγύρι καὶ δὲν ἀπομπόρεσε ν’ ἀνεβῇ ’ς τὸ χωριˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA