ἀπομπροστὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομπροστὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπομπροστά ἐπίρρ. κοιν. ἀπουμπρουστὰ βόρ. ἰδιώμ. ἀποbροστὰ πολλαχ. ἀπουbρουστὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾽πεμπροστὰ Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ επιρρ. μπροστά.

Σημασιολογία

1) Ἔμπροσθεν, μετὰ γενικῆς ἀντωνυμίας ἢ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ πρὸς δήλωσιν τῆς ἀπὸ τόπου ἢ διὰ τόπου κινήσεως: Φύγε ἀπομπροστά μου, γιˬατὶ μοῦ ᾿πιˬασες τὸν ἥλιˬο. Πέρασε ἀπομπροστά μου καὶ δὲν τὸν εἶδα. ᾽Απομπροστὰ ἀπὸ τοὶς εἰκόνες δὲν περνοῦν ἔτσι. Συνών. ἀπεμπρὸς 1. 2) Εἰς τὸ ἔμπροσθεν μέρος, ἐμπρὸς κοιν.: Ὁ ἕνας ἐπήγαινε ἀπομπροστὰ κιˬ ὁ ἄλλος ξοπίσω. Συνών. ἀπεμπρὸς 1β.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/