ἀπομύρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπομύρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπομύρισμα τό, ἀμάρτ. ἀπομύρ’σμα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ἀπουμύρ'σμα Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Λέσβ. ἀπουμύισμα Σαμοθρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπομύρισμα.

Σημασιολογία

1) Ὕδωρ ἡγιασμένον εἴτε τὸ διὰ τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγιασμοῦ ἁγιαζόμενον εἴτε τὸ ἀναβλύζον εἰς πηγὰς ἐκκλησιῶν Λέσβ. 2) Τεμάχιον βάμβακος ἐμβαπτισθὲν εἰς τὸ ἔλαιον κανδήλας ἁγίου καὶ ἔπειτα καιόμενον ἐν θυμιατηρίῳ πρὸς καπνισμὸν πάσχοντος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ἢ χρησιμοποιούμενον πρὸς ἐπάλειψιν τοῦ προσώπου ἀσθενοῦς τινος Σαμοθρ. 3) Τεμάχιον τοῦ περιβλήματος τὸ ὁποῖον φορεῖ ὁ ἀρχιευρεὺς κατὰ τὰ ἐγκαίνια ναοῦ ἢ τεμάχιον βάμβακος διὰ τοῦ ὁποίου ἀπεσπόγγισαν ἱερὰν εἰκόνα ὡς θεραπευτικὸν ἢ προφυλακτικὸν ἀπὸ νόσων Θρᾴκ. (Αἶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/