γομπιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομπιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γομπιˬάζω Α. Λασκαράτ., Ποιήμ., 43 γοbιˬάζω Κεφαλλ. γουμπιˬάζω Ἤπ. (Πρέβ.) σγοbιˬάζω Ζάκ. (Κερ.) σγουμπιˬάζω Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. Τριφυλ. κ.ἀ.) ζουμπιˬάζω Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ.) σουbιˬάζω Θήρ. Ἰθάκ. Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόμπα, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ σγόμπα καὶ σγούμπα.
Σημασιολογία
Ἐνεργ. καὶ μέσ., κυφῶ, κυφοῦμαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐσγούμπιˬασε ἡ θε͜ιά μας ἡ γι-᾽Αρετούλα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ πάρῃ δρόμο (νὰ πεζοπορήσῃ ἀρκετὰ) Πελοπν. (Γαργαλ.) Μὴ σκύβῃς, θὰ ζουμπιˬάσῃς Πελοπν. (Δίβρ.) Ἐγόbιˬασε ἀπὸ τὸ σκύψιμο Κεφαλλ. Εἶναι γουμπιˬασμένος (εἶναι κυφὸς) Ἤπ. (Πρέβ.) Ὁ γέρο-Ρηγανέλης ἐσγόbιˬασε πολὺ Ζάκ. (Κερ.) Ἐσγούμπιˬασε ὸ καῃμένος Πελοπν. (Μεσσην.) || Ποίημ.Ἕνας ἀπάνου ᾽ς τὸ ἄλογο χουμάει, ὅταν ἦταν ὁ ἐφημέριος γομπιˬασμένος καὶ ἀπάνω ᾽ς τὴ σφαὴ τόνε δαγκάει Α. Λασκαρᾶτ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. καμπουριˬάζω, καμπουριˬαίνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA