γονυκλισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γονυκλισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γονυκλισιˬὰ ἡ, Ἤπ. Πελοπν. (Δημητσ. κ.ἀ.) - Λεξ. Βάιγ. γονυκλισία Πελοπν. (Δημητσ. Λεῦκτρ.) - Λεξ. Βάιγ. γονοκλισία Κύθηρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν Πλάτσ.) - Λεξ. Βάιγ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. γονοκλισιˬὰ Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Πλάτσ.) γουνοκλιὰ Θεσσ. (Ἀετόλοφ.) γουνοκλισιˬὰ Θεσσ. (Φάρσαλ.) γουνουκλισιˬὰ Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ.) Θεσσ. (Πήλ.) Στερελλ. (Γραν.) γουνουκλιιˬὰ Στερελλ. (Καρπεν.) γονοκλισὰ Κρήτ. (Μονοφάτσ.) κονοκλισιˬὰ Ἤπ. κουνουκλισιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. οὐσ. γονυκλισία. Ὁ τύπ. γονοκλισία καὶ εἰς Σομ. Ὁ τύπ. κονοκλισιˬὰ κατὰ παρετυμ. ἀπό τὸ εἰκόνα.

Σημασιολογία

1) Ἡ κλίσις τῶν γονάτων, ἡ ἐπὶ τῶν γονάτων στάσις, τὸ γονάτισμα λόγ. σύνηθ. β) Ἡ γονυκλισία, ἡ κατὰ τὴν προσευχὴν ἢ πρὸ τῶν εἰκόνων κ.τ.τ. κλίσις τῶν γονάτων Πελοπν. (Δημητσ.) - Λεξ. Βάιγ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Σχολ. Εὐριπ. Φοιν. 293 «διά γονυκλισίας σεβόντων τοὺς βασιλεῖς». 2) Ἱκεσία, παράκλησις γενομένη γονυκλινῶς Θεσσ. (Πήλ.) Κρήτ. (Ραμν.) Πελοπν. (Πλάτσ.) κ.ἀ. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. 3) Ἡ ἑορτη τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτε κατ᾽ ἐξοχὴν προσεύχονται οὶ πιστοὶ γονυκλινῶς Ἤπ. (Δωδών. Ζαγορ. Ἰωάνν. Κουκούλ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Φάρσαλ.) Κρήτ. (Μονοφάτσ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Γραν. Καρπεν. κ.ἀ.) Τ᾽ς Γουνουκλισιˬᾶς θὰ σ᾽ δώκου τὰ δα᾽κὰ Γραν. Αὔριο εἶναι τῆς Γονοκλισιˬᾶς Μάν. Συνών. γονατᾶς 2, γονατιˬὰ 3γ, γονάτιση, γονάτισμα 2, γονατιστὴ (εἰς λ. γονατιστὸς 3, γονατίτσα, γόνατο 4, γονατοκλισιˬὰ 2, Κυριˬακὴ τοῦ ποντικιˬοῦ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουνουκλιˬσιὰ Στερελλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/