γᾶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γᾶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μόριο
Τυπολογία
γᾶ μόρ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Λέξις πεποιημένη.
Σημασιολογία
Λέγεται ἡ λ. πρὸς δήλωσιν γοερᾶς κραυγῆς νηπίου: Γᾶ γᾶ κλαίει τὸ μωρόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA