γαζωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαζωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαζωτὸς ἐπίθ. σύνηθ. βατζωτὸς Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Τῆλ,

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαζώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ραμμένος διὰ ραπτομηχανῆς σύνηθ. 2) Ὁ ὢν ὅμοιος πρὸς τὴν ραφὴν γαζὶ Σκῦρ.: Βελονεˬὰ γαζωτή. 3) Κεντημένος, κεντητὸς Κάρπ. Κρήτ. Τῆλ.: Πέτσα γαζωτὴ (πέτσα=πετσέττα, μάκτρον) Κρήτ. || ᾌσμ. Τὰ ποδοστραγαλάκι σου κ᾿ ἡ βράκα ἡ γαζωτή σου, ἐκεινανὰ μ᾽ ἐκάμανε σκλάβο καὶ δουλευτή σου Κρήτ. Μιˬὰ κόρ’ ἀθ-θοὺς ἐμάτζωνε κιˬ ἀθ-θοὺς ἐκορφολόγα νὰ κάμῃ φούνταν βατζωτὴ νἀ ᾿ώκῃ τοῦ καλοῦ της Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/