ἄβι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄβι τό, ἄβιν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄβι Ἄνδρ. Ἀστυπ. Εὔβ. (Κύμ.) Καππ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἄβ᾿ Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ. κ.ἀ.) Λέσβ. Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. av.
Σημασιολογία
1)Ἡ θήρα, τὸ κυνήγιον πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾎσμ. Μιὰν αὐγὴ σηκώθηκα ᾿ς τὸ ἄβι γιὰ νὰ πάγω Χίος. 2)Τὸ θήραμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) κ.ἀ.: Τοῦ κόσμου τ᾿ ἄβια ᾿φερα σήμερα Ἀπύρανθ.|| Αἴνιγμ. Ἀσ᾿σὸ ξύλον τ᾿ ἀνοιγάρ᾿, ἀσ᾿σὸ νερὸν τὸ προσωπιδ᾿, τ᾿ ἄβ᾿ ἔφυγεν, ἀβτῆς ἐπίαστεν (ἀπὸ ξύλο τὸ κλειδί, ἀπὸ νερὸ ἡ κλειδωνιά, τὸ θήραμα ἔφυγε, ὁ κυνηγὸς ἐπιάσθη. Τὸ θαῦμα τοῦ Μωυσῆ ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ Θαλάσσῃ) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA