γεροντογάιδαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροντογάιδαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροντογάιδαρος ὁ, ἀμάρτ. γεροdογάιδαρος Κρήτ. (Ἀχεντρ. Νεάπ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γεροdογάδαρος Ἴος γιρουντουγάιδαρους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾽εροdοάδαρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γεροντο- καὶ τοῦ οὐσ. γάιδαρος. Ὁ τύπ. γεροντογάιδαρος καὶ εἰς Φορτουν. (IV, 72-73).

Σημασιολογία

1) Κυριολ., ὁ γηρασμένος ὄνος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐδιάηκε λοιπὸ κ᾽ ἤπηρεν ἕνα ᾽εροdοάδαρο ἀποὺ τὸ Χρουσομιχάλη Ἀπύρανθ. 2) Μεταφ. ἐπὶ γέροντος ἐρωτοτροποῦντος πρὸς κοράσια Νεάπ.: Ἔ τὸ γεροdογάιδαρο καὶ κοπελολογᾷ ἀκόμη!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/