ἀγάθεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγάθεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγάθεμα τό, ἀμάρτ. ᾿γάθεμα Κάλυμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγαθεύω.

Σημασιολογία

Περισπασμός, ἀφαίρεσις τοῦ νοῦ, ἔλλειψις προσοχῆς: Ἔι ᾿γάθεμα, μιλοῦν του τσ᾿ ᾿ὲν ἀκούει! ᾿Γάθεμα ποῦ ἔχει! Εἶντα ᾿ναι ᾿φτὸ τὸ ᾿γάθεμα μέσ᾿ ᾿ς τὴ μέση τοῦ δρόμου! Συνών. ἀγαθεμός, ἀφῃρημάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/