γρὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

γρὰ ἐπιφών. Πόντ. (Ἀντρεάντ. Κερασ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη.

Σημασιολογία

1) Κρότος, βοή, θόρυβος. Ἡ λ. συνήθως λέγεται κατ᾽ ἐπανάληφιν ἔνθ᾽ ἀν.: Γρὰ-γρὰ βροντᾷ ὁ οὐρανὸς Κερασ. Ντ᾽ ἔπαθέτεν καὶ γρὰ-γρὰ ἐχάλασέτεν τὸν κόσμον; (τί ἐπάθατε καὶ γρὰ-γρὰ ἐχαλάσατε τὸν κόσμον;) Χαλδ. 2) Ἐπιρρηματ., ταχέως: Τὸ καράβιν πάγει γρὰ-γρὰ (= ταχέως) Κερασ. Τὸ ἄλογον γρὰ-γρὰ ἐπῆγεν κ᾽ ἔρθεν (= ταχέως) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/