ἀγαθὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαθὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγαθὸ τό, Κρήτ. Πελοπν. (Βασαρ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ. ἀγαθὸς ὁ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγαθός. Ὁ ἀρσ. τύπ. ἴσως κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. βουζούνας ἢ γιˬάθονας.

Σημασιολογία

Κατ᾿ εὐφιμισμ. 1)Πᾶς ἐν γένει δοθιὴν Πελοπν. (Βασαρ. Μάν.) κ.ἀ.: Ἅμα βγάλῃ κἀνεὶς τὸ ἀγαθὸ ᾿ς τὸ χέρι, τὸ βαστᾶν μέσα ᾿ς τὸ καφτὸ νερὸ Βασαρ. Ἔβγαλε ἀγαθὸ ᾿ς τὴ μύτι Μάν. Συνών. βγαλτό. 2)Δοθιὴν φυόμενος συνήθως ὕπερθεν τῶν οὔλων τῆς ἄνω σιαγόνος Κρήτ. 3)Τὸ ἐρυσίπελας Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἔβγαλε ἀγαθὸ Μάν. Συνών. ἀνεμοπύρωμα, πυρό. 4)Ἔκζεμα τοῦ δέρματος Πελοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/