ἁγικὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγικὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγικὸ τό, ἀμάρτ. ἁγικὸν Πόντ. (Οἰν.) ἁγιικὸ Κρήτ. Πληθ. ἁγικὰ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ΝΠολίτ. Παραδ. 2,1217 ἁικὰ Ἤπ. (Ἰωάνν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. ἁγικὸς παρὰ τὸ ἅγιος.
Σημασιολογία
1)Ἐρείπια ναοῦ Πόντ. (Οἰν.) 2)Τὸ εἰς ἅγιον καθιερωμένον καὶ προσφερόμενον ζῷον, ἵνα οὗτος προστατεύῃ τὸ ποίμνιον ἀπὸ ἀσθενειῶν, κινδύνων κττ. Κρήτ. Πβ. τασιμάρις, τασιματάρις. 3)Πληθ. πάντα τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα νομιζόμενα ἅγια, οἷον εἰκόνες, σκεύη, ἄμφια, ἔτι δὲ ἄνθη τοῦ ἐπιταφίου καὶ τοῦ σταυροῦ κττ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) β)Θρησκευτικαὶ ἱεροτελεστίαι πρὸς ἀποτροπὴν τῆς ἀπὸ τοῦ χαμοδρακιˬοῦ βλάβης τῶν ποιμνίων ΝΠολίτ. ἔνθ᾿ ἀν. γ)Θρησκευτικαὶ ἱεροτελεστίαι πρὸς θεραπείαν ἀσθενοῦς, οἷαι τὸ εὐχέλαιον, ὁ ἁγιασμός, οἱ ἐξορκισμοὶ κλπ. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.): Κάνου τ᾿ ἁικά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA