βρῶμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρῶμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρῶμος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Μύκ. Τῆν. κ.ἀ.-ΝΠολίτ. Παροιμ. 3, 317 βρώμους Λέσβ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῶμα (ἡ). Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 36 (1924) 199 καὶ ἐν Ἐπετ. Φιλοσ. Σχολ. Θεσσαλον. 1 (1927) 30.
Σημασιολογία
1) Ἀκάθαρτος, ρυπαρὸς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)-Ν.Πολίτ. ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Εἶναι κι ὁ Βρῶμος γιὰ τὴ Βρῶμα (κατὰ προσωποποίησιν, ὅτι καὶ ἡ δυσειδὴς καὶ ἀναξία γυνὴ εὑρίσκει καὶ νυμφεύεται τὸν προσήκοντα εἰς αὐτὴν σύζυγον) ΝΠολίτ. ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ. ἀνήθικος, βδελυρός, κακῆς διαγωγῆς Καππ. (Ἀραβάν.) Κρήτ. Λέσβ. Σάμ.: Ἄδικο νὰ σ’ εὕρῃ, βρῶμε! Κρήτ. 2) Νῶθρός, ὀκνηρὸς Μύκ. Τῆν.: Ὁ δεῖνα εἶναι βρῶμος τσαὶ τίποτα δὲν κάνει Μύκ. || Παροιμ. Ὁ βρῶμος ὅdες προκόψῃ, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ τὸν παίρνει αὐτόθ. Πβ. βρωμερός, βρωμιάρις.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA