αἰθριακὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰθριακὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αἰθριακὴ ἡ, αἰχτρκὴ Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἰθρία, παρ’ ὃ καὶ αἴχτρ.

Σημασιολογία

Ὁ αἴθριος οὐρανὸς ἐν καιρῷ νυκτός: Θῆκον ᾽ς σὴν αἰχτρκὴν τὸ βοτάν᾿ (θέσε ὑπὸ τὸν αἴθριον οὐρανὸν τὸ φάρμακον. Ἐπὶ μαγικοῦ βοτάνου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/