ἀγριοσφόγγαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοσφόγγαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοσφόγγαρο τό, Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. σφογγάρι.
Σημασιολογία
Εἴδη τῶν ἀσβεστοσπόγγων (lithospogiae), οἱ τοῦ Ἀριστοτ. (Ζῴων ἱστορ. 5, 16) ἀπλυσίαι «διὰ τὸ μὴ δύνασθαι πλύνεσθαι». Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 (1929) 205.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA