ἀσκημοπόδαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημοπόδαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκημοπόδαρος ἐπίθ. Ἀθῆν. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. ἀσκημοπόαρος Ροδ. ἀκεμοπούδαρος Πόντ. (Κερασ.) ἀκεμοπούραδος Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. ποδάρι. Πβ. τὸν τύπ. θηλ. ἀσχημοποδαροῦσα ἐν Πουλλολ. 318 (ἔκδ. GWagner. 188).
Σημασιολογία
1) Ὁ δυσμόρφους πόδας ἔχων Ἀθῆν. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. Συνών. ἀσκημοπόδης. 2) Ὁ ἔχων κακόν, δυσοίωνον ποδαρικό, ὁ προξενῶν κακὸν ἐμφανιζόμενος ἢ εἰσερχόμενος κἄπου Ρόδ. Συνών. ἀσκημοποδαρᾶτος, κακοπόδαρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA