γαλγανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαλγανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαλγανίζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Αγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Φλέγω, καίω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ἥλεν γαλγανίζ’ ὀσήμερον Χαλδ. ᾿Εγαλγάντσε μας ὁ ἣλεν αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA