ἀσπροσάκκουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροσάκκουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσπροσάκκουλλο τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἄσπρο, δι᾽ ὃ ἰδ. ἄσπρος, καὶ σακκούλλι.

Σημασιολογία

Σακκούλλι ἤτοι βαλλάντιον πρὸς φύλαξιν χρημάτων: Ἐξέχασα τὸ ἀσπροσάκκουλλό μου ᾽ς τὸ κονάκι μου (ἐκ διηγ.) Συνών. ἀσπροπούγγι, παραδοσάκκουλλο, πουγγί, σακκούλλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/