γαλοκούταλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαλοκούταλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαλοκούταλο τό, Κρήτ. γαουοκούταουο Νάξ. (Φιλότ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάλα καὶ κουτάλι.

Σημασιολογία

Κοχλιάριον εἰδικῶς κατασκευαζόμενον ὑπὸ τῶν ποιμένων ἐκ ξύλου συνήθως σφενδάμου μετὰ γλυπτῶν κοσμημάτων ἐν Κρήτῃ ἢ ἐκ κέρατος βοὸς ἐν Νάξῳ, μὲ τὸ ὁποῖον οὗτοι τρώγουν τὸ γάλα. Συνών. βοσκοκούταλο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/