ἀποξοδιˬάζω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξοδιˬάζω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξοδιˬάζω (ΙΙ) Κρήτ. (Σητ.) ἀπουξουδιˬάζου Ἤπ. (Τζουμέρκ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξοδιˬάζω (ΙΙ)<ξόδι.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὴν ἀνάγνωσιν τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας τινὸς ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἐποξόδιˬασαν ἀκόμη τὸ λείψανο Σητ. ᾿Εποξόδιˬασ᾿ ὁ παππᾶς τὸ λείψανο κιˬ ἀκόμη ν’ ἀνοίξουνε τὸ dάφο αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA