ἀκουρασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκουρασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκουρασιˬὰ ἡ, Λεξ. ’Ηπίτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. κούρασι. Πβ. ἀ-στερητ.1β. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ μὴ κουράζεταί τις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/