ἄκουρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκουρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκουρος ἐπίθ. ᾽Αθῆν. Εὔβ. Ζάκ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Πάρ Πελοπν. (Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Οἰν. κ. ἀ.) Σύμ. κ. ἀ. ἄκουρους Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄκουρε Τσακων.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκουρος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κεκαρμένος, ἀκούρευτος ἐπὶ προβάτων, αἰγῶν κττ. καὶ σπανίως ἐπὶ ἀνθρώπων ἔνθ᾽ ἀν. : Ἄκουρα₋ἀρνιˬὰ--γίδιˬα-πράματα-πρόβατα πολλαχ. Ἔμεινα ἄκουρος σήμ-μερις Τερκατὴν ἡμέραν Κύπρ. || Φρ. Ἔβαλα ἄκουρους καὶ κουρεμένους γιˬὰ μιˬὰ δουλε͜ιὰ (ἀνέμειξα κόσμον πολὺν διὰ νὰ τελειώσω τὴν ὑπόθεσίν μου) ᾽Αθῆν. Πελοπν. ᾿΄Επισαν κουριμέ’ κιˬ ἄκουρ’ νὰ τοὺν καταφέρ’νι Αἰτωλ. Ἄκουρος καὶ κουρεμένος (ὄχλος ἀνάμεικτος, φύρδην μίγδην) Ζάκ. Κρήτ. Ἄκουρα καὶ κουρεμένα (ἐπὶ τῶν ἀναμειγνυόντων διαφόρων εἰδῶν ὁμιλίας) Πελοπν. -Λεξ. Αἰν. Κουρεμένοι κιˬ ἄκουροι (ἄνθρωποι πάσης τάξεως) Δημητσάν. || Παροιμ. Ἄκουροι κὶ κουριμένοι | ἦσαν ὅλοι μαζουμένοι (ἐπὶ συναθροίσεως ἀνθρώπων πάσης τάξεως καὶ ἡλικίας) Θεσσ. Μπῆκι ἄκουρους κὶ βγῆκι κουριμένους (ἐπὶ τοῦ προσδοκῶντος μὲν κέρδη, ἀλλὰ ζημιουμένου) Αἰτωλ. Ἄκουρα πρόβατα πουλεῖ ποκάρι ν᾿ ἀγοράσῃ (ἐπὶ μωροῦ) Λακων. ΙΙ Ἆσμ. Ἔχω τὰ πράτα μ᾽ ἄκουρα καὶ τὸ τυρὶ ᾿ς τὸ ζύγι Εὔβ. Ἄσε με, Χάρω, ἄσε με τὸ λίγο τριˬάντα μέρες, τ᾽ ἔχω τὰ πρόβατ’ ἄκουρα καὶ τὸ τυρὶ ’ς τὸ ζύγι (τ᾿₌τὶ) Οἰν. (τὸ ᾆσμ. κατ᾽ ἄλλας παραλαγὰς καὶ ἀλλαχ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/