ἀκρανοίγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρανοίγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρανοίγω Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ᾿κρανοίγω (᾽Ακρίτ. 1,99) ᾽κρον-νοίω Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. ἀνοίγω.

Σημασιολογία

Μόλις καὶ ἐλαφρῶς ἀνοίγω ἔνθ’ ἀν.: ’Κρόν-νοιξε λ-λίον τὴν πόρταν Κύπρ. ᾽Εκρένοιξα τὴν πόρταν κ᾿ ἐτέρεσα ἀπέσ’ Τραπ || Ἄσμ. : ᾽Εκρόν-νοιξεν τ᾿ ἀμ-μάδκιˬα του ταὶ κόφκει τὰ ραφίδκιˬα Κύπρ. ιλιˬάδες λόγιˬα νὰ μοῦ ποῦν, καρκιˬά μου ᾿ὲν ’τιˬ ἀν-νοίει, ἄν δὲν δῶ τὴν ἀγάπην μου τὴν πόρταν νἀ ᾿κρον-νοίῃ (᾽ὲν ᾽τιˬ ἀντὶ δὲν ᾽κὶ₌δὲν) αὐτόθ. ᾿Εξύπνησεν τ’ ἐκρόν-νοιξεν τὰ μαῦρα της ἀμ-μάδκιˬα αὐτοῦ Πβ. καὶ Elegrand Chansons 188 «κρανοίγει τὰ ματάκια του, ἔκοψεν τὸ ραφίδι».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/