ἀκράπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκράπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκράπι τό, Ναύστ. Σῦρ (Ἑρμούπ.) ἀκράπ᾿ Θράκ. (Μάδυτ.) Πόντ. (Χαλδ.) Προπ (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) ἀκρέπ’ Θράκ. (Κομοτ.) ἀκρπ’ Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Αραβοτουρκ. akreb.
Σημασιολογία
1) Σκορπίος Θρᾴκ. (Κομοτ. Μάδυτ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) Προπ. (᾽Αρτάκ. Πάνορμ.) κ. ἀ.:᾽Εσκότωσα ἕναν ὁλήμαυρον ἀκρπ᾽ Κοτύωρ. β) Μεταφ ἐπὶ ἀνθρωπου,ἐπιβλαβής, μοχθηρὸς Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) κ. ἀ.: Μὴ πάς κοντά του κ᾿ εἷναι ἀκράπ’ ᾽Αρκτάκ. Πάνορμ 2) Ὡς ναυτικὸς ὅρ., ἡ δευτέρα τρόπις Ναύστ.: Τὸ ἀκράπι τῆς καρένας. β) Τὸ δεύτερον ποδόστημα Ναύστ.: Τὸ ἀκράπι τοῦ ποδοστάμου. γ) Ἡ δευτέρα στεῖρα Ναυστ.: Τὸ ἀκράπι τοῦ κορακιˬοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA