ἀρματωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρματωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
*ἀρματωτὸς ἐπίθ. ἀρματουτὲ Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρματώνω.
Σημασιολογία
Ὡπλισμένος. Συνών. ἀρματωμένος (ἰδ. ἀρματώνω 1).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA