ἀκράσωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκράσωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκράσωτος ἐπίθ. Μακεδ. (Βογατσ.) ἀκράσουτους Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *κρασωτὸς<κρασώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ πιὼν οἶνον, ἄοινος Μακεδ. (Κοζ.) Συνών. ἀκράσιστος. 2) Ὁ μὴ κηλιδωθείς, ὁ μὴ ρυπανθεὶς διὰ χυθέντος οἴνου Μακεδ. (Βογατσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/