ἄκρατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκρατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκρατος ἐπίθ. Κρήτ. Κύπρ. -ΚΠαλαμ. Βωμ. 12 ἄκρατους Ἤπ. Θεσσ (Ζαγορ.) Θράκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Σισάν.) ἀκρᾶτος Αἴγιν. Ἄνδρ. Βιθυν. Ἴος Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Μύκ. Κύθηρ. Νίσυρ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Κερασ.) Ρόδ. Σαλαμ. Σίφν. Σύμ. κ. ἀ. ἀγκρᾶτος Πελοπν.(Καλάβρυτ.) ἀκρᾶτους Θεσσ. Θράκ.(Αἶν.) Λέσβ. Λυκ. (Λιβύσσ) Μακεδ. (Σέρρ. Σιάτ.) Σάμ. ᾽κρᾶτους Θεσσ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκρατος. Διὰ τὸν καταβιβασμὸν τοῦ τόνου εἰς τὸ ἄκρατος κατὰ τὰ εἰς -ᾶτος ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,127. Ὁ τύπ. καὶ μεσν.
Σημασιολογία
1) ’Αμιγής, γνήσιος, ἁγνὸς καὶ ἐπὶ ἄλλων μὲν πραγμάτων, συνήθως ὅμως ἐπὶ οἴνου ἔνθ᾽ ἀν. : Κρασὶ ἀκρᾶτο πολλαχ. Νερὸ ἀκρᾶτο Σαλαμ. Ἀλεύρι-λάδι-μέλι ἀγκρᾶτο Καλάβρυτ. κ. ἀ. Αἷμα ἀκρᾶτο καὶ ἀσταλαμάτιγο Μάν ’Κρᾶτου γάλα Θεσσ. ᾿Ακρᾶτος ἀσβέστης Κρήτ. Θυμίαμα ἀκρᾶτου Αἶν.κ. ἀ. || Ἄσμ. Μῆλο ἔτρωε τὸ πρωί, τσίτρο τὸ μεσημέρι τσαὶ κάθε ἥλιˬου ξέγερμα ἔτρωε μόσκ’ ἀκρᾶτο Αἴγιν. Ὥρα καλή, ψηλή, λυγνή, τριˬανταφυλλεˬά μ᾿ ἀκράτη καὶ καστανομαλλοῦσα μου καὶ γατανοφρυδάτη ᾿Απύρανθ. Βαίνει της περισσὰ φλωριˬά, μαλάματα ἀκρᾶτα Αἴγιν.’Στοὶς ἀραμάδες τῶν δοντιˬῶν ἔχει ἀκρᾶτο μόσκο Ρόδ. Συνών. ἁγναῖος 1, ἁγνὸς Β 1, μονᾶτος. β) Εἰλικρινής, γνήσιος, ἐπὶ ἀνθρώπων Ἄνδρ. Κάρπ. Κρήτ. Παξ Σάμ. : Φίλος ἀκρᾶτος Κάρπ. Κρήτ. Ἀκράτ’ φιλία Σάμ.: 2) Καθαρὸς Λέσβ. : Σπίτ’ ἀκρᾶτου Λέσβ. Σπίτ’ παστριμένου, πιˬάττα πλυμένα, οὕλα ἀκρᾶτα αὐτόθ. 3) Ἀθῷος Βιθυν. : Ἆσμ. Τὸ παιδάκι μου τ᾿ ἀκρᾶτο τὸ στρογγυλοπωγωνᾶτο Βιθυν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA