ἄκραχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκραχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκραχτος ἐπίθ. Ἄνδρ. Πελοπν.(Καλάβρυτ.) ἄκραχτους Μακεδ.(Καταφύγ.) -ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 9 ἄκραγος Εὔβ. (᾿Οξύλιθ. κ.ἀ.) Πελοπν.(᾿Αρκαδ. Λακων Μάν. Ξυλόκ.) ἄκραγους Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κραχτὸς<κράζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κράξας, ὁ μὴ λαλήσας, ἐπὶ πτηνῶν Ἄνδρ. Λέσβ. Πελοπν.(᾿Αρκαδ. Καλάβρυτ. Λακων. Ξυλόκ. Μάν.): Τὰ πουλλιˬὰ εἶναι ἄκραχτα ἀκόμη Ἄνδρ. Ἄκραγοι οἱ κοῦροι σηκώνομαι (πρὶν λαλήσουν οἱ πετεινοὶ ἐγείρομαι τῆς κλίνης) Μάν. || Φρ. Ἄκραγο πουλλὶ εἶναι ἀκόμη (ἐπὶ νέου ἢ νέας μὴ ὡρίμου, ἀπείρου τοῦ κόσμου) Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Ἄκραγους πιτ’νὸς (ὁ πρὸ τῆς ἀλεκτοροφωνίας χρόνος τῆς νυκτός) Λέσβ. β) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ δὴ παιδίων, ἀνόητος, μωρὸς Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) 2) ᾿Απρόσκλητος συνήθως εἰς γάμον Μακεδ. (Καταφύγ.) -ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν.: ’Σ τοὺν γάμου τοὺν ἄκραχτου ποῦ τοὺν βάζ’ ν; Καταφύγ. Πο͜ιὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ξένος ποῦ θά ’μπαινε ἄκραχτος σὲ ξένα ἰντερέσσα; ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/