ἀρμεγίος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμεγίος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
*ἀρμεγίος ὁ, ἀμουργίος Κάρπ. ἀμουργιὸς Κάρπ. -Λεξ. Βλαστ. 337.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀρμεγίον<ἀρμεγός. Ἡ μεταβολὴ τοῦ γένους κατὰ τὸ ἀρμεγός, ὁ δὲ καταβιβασμὸς τοῦ τόνου καθὼς εἰς τὸ ἀργαλε͜ιὸς ἐκ τοῦ ἐργαλεῖο κττ.
Σημασιολογία
Ἀρμεγάρι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA